- ὑπομονῆς
- ὑπομονήremaining behindfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμ — (αντί του ε μα) 1. για δήλωση υπομονής, αποδοχής του μοιραίου: Εμ τι να γίνει; 2. για δήλωση δυσανασχέτησης και εξάντλησης της υπομονής: Εμ φτάνει πια, δεν υποφέρεσαι! 3. (ως σύνδ. με αναδίπλωση), εμ... εμ... και έμι... έμι... και όμου... όμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ДАНИИЛ СТОЛПНИК — [греч. Δανιὴλ ὁ Στυλίτης] (409 493), прп. (пам. 11 дек.). В соответствии с 1 й редакцией Жития (BHG, N 489) Д. С. род. в дер. Мерафа (в др. источниках, Марафа, Мифара или Вифара) близ г. Самосата в Сирии (ныне г. Самсат на юго востоке Турции).… … Православная энциклопедия
Prayer of Saint Ephrem — The Prayer of Righteous Ephrem (Greek: polytonic|Εὐχἠ τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ, Euchē tou Hosiou Ephraim ), is a prayer attributed to Saint Ephrem the Syrian used with emphasis during the Great Lent, by the Eastern Orthodox Church and those Eastern… … Wikipedia
Молитва Ефрема Сирина — Молитва Ефрема Сирина покаянная молитва, написана святым Ефремом Сирином, читаемая по православному церковному уставу на богослужениях суточного круга в течение Великого Поста до Великой среды Страстной седмицы кроме субботы и воскресенья,… … Википедия
благодариѥ — БЛАГОДАРИ|Ѥ (9), ˫А с. 1.Ниспосланный свыше дар, благодать: и имѣниѥ тъщьно събираѥмо съ безакониѥмь. тъщетьно бываѥть. а събира˫аи себѣ съ благодарьѥмь. разбогатѣѥть. СбТр XII/XIII, 123. 2. Благодарность: съ бл҃годариѥмь оубо и си˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… … Dictionary of Greek
αβασταξιά — και αβασταγιά, η το να μη μπορεί κανείς να περιμένει, έλλειψη υπομονής, ανυπομονησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβάσταχτος ο β τ. < αβάσταγος] … Dictionary of Greek
αμήν — Εβραϊκή λέξη (αμέν) της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Ως επίθετο σημαίνει αληθινός, πιστός και ως ουσιαστικό αλήθεια, πίστη. Τις περισσότερες φορές, όμως, έχει επιρρηματική έννοια και σημαίνει: αληθινά, ναι, ας γίνει. Χρησιμοποιείται στο τέλος … Dictionary of Greek
ανυπομονησία — η (Α ἀνυπομονησία) 1. έλλειψη υπομονής, αδημονία 2. βιασύνη, ανησυχία … Dictionary of Greek
αποκαρτέρηση — η (Α ἀποκαρτέρησις) εξάντληση της υπομονής, αποθάρρυνση αρχ. εκούσιος θάνατος από ασιτία … Dictionary of Greek